νετρονικός

νετρονικός
-ή -ό [νετρόνιο]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νετρόνιο
2. το θηλ. ως ουσ. η νετρονική
φυσ. κλάδος τής πυρηνικής φυσικής και τεχνολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών διαφόρων φαινομένων που αφορούν τους πληθυσμούς τών νετρονίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”